γενναιόκαρδος

γενναιόκαρδος
η , ο [ος , ον ]
1) великодушный; благородный; 2) храбрый, мужественный, смелый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γενναιόκαρδος" в других словарях:

  • γενναιόκαρδος — η, ο ο ανδρείος, ο γενναίος: Στην αρρώστια του στάθηκε γενναιόκαρδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γενναιόκαρδος — η, ο μεγαλόψυχος, ανδρείος, γενναίος …   Dictionary of Greek

  • αμεμψίμοιρος — ἀμεμψίμοιρος, ον (Α) [μεμψίμοιρος] αυτός που δεν μεμψιμοιρεί, δηλ. δεν μέμφεται τη μοίρα του, δεν παραπονιέται για την τύχη του, γενναιόκαρδος, καρτερικός …   Dictionary of Greek

  • γενναίος — α, ο (AM γενναῑος, α, ον, Α και ος, ον) μεγαλόψυχος, ανδρείος νεοελλ. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή») μσν. (για βάδισμα) γρήγορος αρχ. 1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του 2. ο υψηλής… …   Dictionary of Greek

  • γενναιόθυμος — γενναιόθυμος, ον (Μ) ο γενναιόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενναίος + θυμός «ψυχή, καρδιά»] …   Dictionary of Greek

  • εύψυχος — (I) η, ο (ΑΜ εὔψυχος, ον) γενναιόψυχος, ανδρείος, θαρραλέος, εύτολμος, αποφασιστικός, γενναιόκαρδος, λεοντόκαρδος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔψυχον η ευψυχία, η γενναιοψυχία. επίρρ... εὐψύχως (ΑΜ, Μ και εὔψυχα) με τόλμη, με θάρρος αρχ. με… …   Dictionary of Greek

  • θηριόψυχος — και θεριόψυχος, η, ο (Μ θηριόψυχος, ον) αυτός που έχει ψυχή θηρίου, ο άγριος και σκληρός στην ψυχή όπως το θηρίο νεοελλ. θεριόψυχος μτφ. αυτός που έχει γενναιότητα και ορμητικότητα όπως τα άγρια θηρία, γενναιόκαρδος, αντρειωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • θρασυκάρδιος — θρασυκάρδιος, ον (ΑΜ) μσν. αυθάδης αρχ. τολμηρός, γενναιόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, σπαραξι κάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • θρασύσπλαγχνος — θρασύσπλαγχνος, ον (Α) γενναιόκαρδος, άφοβος. επίρρ... θρασυσπλάγχνως (Α) επίρρ. άφοβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + σπλαγχνος < σπλάγχνα (πρβλ. εύ σπλαγχνος, μεγαλό σπλαγχνος)] …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • περισσόψυχος — ον, Μ πάρα πολύ εύψυχος, εξαιρετικά γενναίος, θαρραλέος, παράτολμος, γενναιόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»